θρεπτικός

θρεπτικός
θρεπ-τικός, ή, όν,
A able to feed or rear, τινος Pl.Plt.267b, cf. 276b, 276c; nourishing,

-ώτερα μῆλα Diph.Siph.

ap. Ath.3.82f; -ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.
II of or promoting growth,

ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An.416a19

; ἡ θ. ψυχή ib.415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv.

-κῶς Porph.Gaur.1.1

.
III causing to heal up,

ἑλκῶν Dsc.1.43

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρεπτικός — θρεπτικός, ή, ό και θρεφτικός, ή, ό αυτός που συντελεί στη θρέψη: Το γάλα περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρεπτικός — able to feed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικά — θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc pl θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc/acc dual θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικώτερον — θρεπτικός able to feed adverbial comp θρεπτικός able to feed masc acc comp sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικωτάτων — θρεπτικός able to feed fem gen superl pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικῶν — θρεπτικός able to feed fem gen pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικόν — θρεπτικός able to feed masc acc sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαῖς — θρεπτικός able to feed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαί — θρεπτικός able to feed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικοῖς — θρεπτικός able to feed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”